- κολασμένος
- -η, -ο [κολάζομαι]1. αυτός που έχει καταδικαστεί μετά θάνατον σε αιώνια τιμωρία2. αμαρτωλός, διεφθαρμένος, κακός, άσωτος («κολασμένη ψυχή»)3. ο δυστυχισμένος, ο ταλαιπωρημένος, ο αδικημένος, ο άθλιος («εμπρός τής γης οι κολασμένοι»).επίρρ...κολασμένα1. με άγριο τρόπο, φρικιαστικά2. με ασεβή τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.