κολασμένος

κολασμένος
-η, -ο [κολάζομαι]
1. αυτός που έχει καταδικαστεί μετά θάνατον σε αιώνια τιμωρία
2. αμαρτωλός, διεφθαρμένος, κακός, άσωτος («κολασμένη ψυχή»)
3. ο δυστυχισμένος, ο ταλαιπωρημένος, ο αδικημένος, ο άθλιος («εμπρός τής γης οι κολασμένοι»).
επίρρ...
κολασμένα
1. με άγριο τρόπο, φρικιαστικά
2. με ασεβή τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κολασμένος — η, ο αμαρτωλός, κακός, άσωτος, διεφθαρμένος: Αυτός είναι κολασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εναμάρτητος — η, ο (AM ἐναμάρτητος, ον) ο γεμάτος αμαρτίες, αυτός που υπόκειται σε αμαρτίες, αμαρτωλός, κολασμένος …   Dictionary of Greek

  • κολάζομαι — κολάζομαι, κολάστηκα, κολασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κολάζω — κόλασα, κολάστηκα, κολασμένος 1. μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση: Θέλοντας να κολάσει το σφάλμα του έκαμε και άλλο χειρότερο σφάλμα. 2. τιμωρώ: Υπάρχει νόμος που κολάζει την πράξη αυτή. 3. κάνω κάποιον να αμαρτήσει, σκανδαλίζω: Μην ντύνεσαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”